- λυχνοστάτης
- οσκεύος που στηρίζει το λυχνάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυχνοστάτης — ο στήριγμα λύχνου ή λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα , πρβλ. ἔ στα μεν, στά σις, τού ἵστημι), πρβλ. θερμο στάτης, παρα στάτης] … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
ξυλολυχνούχος — ξυλολυχνοῡχος, ὁ (Α) ξύλινος λυχνοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λυχνοῦχος «λυχνοστάτης»] … Dictionary of Greek
υπολύχνιον — τὸ, Α λυχνοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λύχνιον «λυχνοστάτης»] … Dictionary of Greek
κονδολύχνια — κονδολύχνια, ἡ και κονδολύχνιος, ὁ (Α) 1. λυχνοστάτης 2. λύχνος που στηρίζεται πάνω σε χαμηλό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + λυχνία] … Dictionary of Greek
λυχνία — η (AM λυχνία) [λύχνος] νεοελλ. κάθε συσκευή που παράγει φως με καύση ρευστών υλών ή αερίων ή με ηλεκτρικό ρεύμα μσν. λύχνος, λυχνάρι μσν. αρχ. λυχνοστάτης … Dictionary of Greek
λυχνίο — το (Α λυχνίον και λύχνιον) [λύχνος] νεοελλ. μικρό λυχνάρι, λυχναράκι αρχ. 1. λυχνοστάτης 2. λύχνος … Dictionary of Greek
λυχνείδιον — ή λυχνίδιον, τὸ (Α) [λυχνείο] μικρός λυχνοστάτης … Dictionary of Greek
λυχνείο — το (Α λυχνεῑον) [λύχνος] λυχνοστάτης αρχ. στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετούνταν η ψηφοδόχος κάλπη … Dictionary of Greek
λυχνούχος — λυχνοῡχος, ὁ (Α) ο λυχνοστάτης («ἐξελὼν ἐκ τοῡ λυχνούχου τὸν λύχνον», Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + οῦχος (< ἔχω)] … Dictionary of Greek